σοωδίνη

σοωδίνη
ἡ, Α
(ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που σώζει από τις ωδίνες τού τοκετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο- τού σῶ, σπάνιου τ. τοῦ ρ. σαῶ «σώζω» + ὠδίνη «πόνος τού τοκετού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”